Οι Παθήσεις της Ουροδόχου Κύστεως

Η ουροδόχος κύστη αποτελεί την αποθήκη των ούρων του οργανισμού. Τα ούρα εισέρχονται στην ουροδόχο κύστη μέσω των ουρητήρων και εξέρχονται από αυτήν μέσω της ουρήθρας. Η χωρητικότητα της ουροδόχου κύστης εξαρτάται από την ηλικία, το φύλο, και την διάπλαση του ανθρώπου, ενώ η χωρητικότητα της κυμαίνεται περίπου στα 300-500 ml. Το αίσθημα της ούρησης στον άνθρωπο ξεκινά από τα πρώτα 200 -250ml ούρων στην κύστη. Όμως πολλές φορές η ουροδόχος κύστη προσβάλλεται από διάφορες παθολογικές καταστάσεις και νοσηρότητες, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα υπόλοιπα όργανα του ανθρώπου.

Συμπτωματολογία:

Οι παθολογικές καταστάσεις που δημιουργούν προβλήματα στην ουροδόχο κύστη είναι αρκετές με πολυποίκιλη συμπτωματολογία. Ωστόσο πολλές φορές ο ασθενής μπορεί να μην έχει συμπτώματα, τουλάχιστον θορυβώδη. Το συνηθέστερο σύμπτωμα είναι ο πόνος, που συνήθως μπορεί να οφείλεται σε μια απλή λοίμωξη της κύστης. Όμως κάποιες φορές ο πόνος μπορεί να υποδηλώνει και μία πιο σοβαρή κατάσταση υγείας, όπως είναι μία κακοήθεια. Γι΄ αυτό το λόγο πρέπει πάντα να απευθυνόμαστε στον ουρολόγο μας, όταν παρατηρήσουμε ή αισθανθούμε κάποιο από τα παρακάτω συμπτώματα:

  • Επώδυνη ούρηση
  • Συχνουρία και επιτακτική ανάγκη για ούρηση, ακόμη και όταν η κύστη δεν είναι γεμάτη (ούρηση περισσότερες από 8 φορές την ημέρα)
  • Δύσοσμα ούρα
  • Αίμα στα ούρα (αιματουρία)
  • Πόνο ή και αίσθημα βάρους - πίεσης στην ηβική περιοχή ή και στο κάτω μέρος της κοιλιάς
  • Πόνο στην ευρύτερη πυελική περιοχή
  • Πόνο στην πλάτη
  • Στυτική δυσλειτουργία

Γενικότερα σας αναφέρουμε τις παθήσεις τις ουροδόχου κύστης:

H οξεία κυστίτιδα:

H οξεία κυστίτιδα, που είναι μια λοίμωξη της ουροδόχου κύστης και προκαλείται, όταν βακτήρια εισέρχονται μέσω της ουρήθρας στην κύστη και προκαλούν φλεγμονή. Συνήθως οφείλεται σε εντεροβακτηρίδια όπως:

  • Escherichia coli, serratia, morganella, Klebsiella, Proteus και περιστασιακά σε ευκαιριακά βακτήρια όπως η ψευδομονάδα.
  • Άλλοι μικροοργανισμοί που μπορούν να προκαλέσουν οξεία κυστίτιδα είναι οι εντερόκοκκοι, η γονόρροια, οι τριχομονάδες, το μυκόπλασμα, τα χλαμύδια, οι μύκητες κ.α.

Η οδός της λοίμωξης τυπικά είναι ανιούσα από την ουρήθρα και συνήθως πλήττει συχνότερα τις γυναίκες, επειδή η ουρήθρα των γυναικών αφενός είναι κοντύτερη από ότι των ανδρών, αφετέρου είναι πιο κοντά στον πρωκτό και γι' αυτό είναι πιο ευάλωτη στην εισβολή των μικροβίων.

Η διάμεση κυστίτιδα:

Η διάμεση κυστίτιδα ή επώδυνη κύστη, αποτελεί μία σοβαρή μορφή του συνδρόμου πόνου της ουροδόχου κύστης. Παρότι τα αιτία δεν είναι εντελώς κατανοητά, ωστόσο η διάμεση κυστίτιδα είναι μία κατάσταση που μπορεί να σχετίζεται με χρόνια φλεγμονή στον εσωτερικό βλεννογόνο που επικαλύπτει την κοιλότητα της ουροδόχου κύστης. Οι αιτίες που προκαλούν τη χρόνια φλεγμονή του εσωτερικού βλεννογόνου της ουροδόχου κύστης είναι πολλές. Σε ορισμένους ανθρώπους κάποιες ανωμαλίες στο εσωτερικό του τοιχώματος της ουροδόχου κύστης μπορεί να ευθύνονται για μία χρόνια φλεγμονή. Επίσης η φλεγμονή μπορεί να σχετίζεται με αυτοάνοση ή ορμονική διαταραχή (ιδίως στις γυναίκες όταν περιορίζεται μόνο στο κυστικό τρίγωνο - τριγωνίτιδα). Γι΄ αυτό το λόγο έχουμε διαφορετική συχνότητα της νόσου ανάλογα με το φύλο. Η διάμεση κυστίτιδα είναι 5 έως 9 φορές συχνότερη στις γυναίκες από ότι στους άνδρες. Στις περισσότερες περιπτώσεις η νόσος εκδηλώνεται στις ηλικίες από 30 έως 40 ετών.

Η Υπερλειτουργική κύστη:

Η Υπερλειτουργική κύστη ή σύνδρομο της υπερδραστήριας κύστης πρόκειται για μία συχνή ουρολογική πάθηση που επηρεάζει άντρες και γυναίκες όλων των ηλικιών και εκδηλώνεται όταν ο μυς της ουροδόχου κύστης συσπάται ανεξέλεγκτα. Αυτές οι συσπάσεις προκαλούν επιτακτική ανάγκη για ούρηση, ακόμη και όταν η κύστη δεν είναι γεμάτη. Η υπερδραστήρια κύστη παρουσιάζεται σε ποσοστά 10-26% στους άνδρες και 8-42% στις γυναίκες, ενώ η συχνότητα εμφάνισης αυξάνεται με την ηλικία και συχνά συνυπάρχει και με άλλες δυσλειτουργίες του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος. Πολλές συνήθεις χρόνιες παθήσεις όπως η κατάθλιψη, η δυσκοιλιότητα, νευρολογικές παθήσεις καθώς και η στυτική δυσλειτουργία σε πάσχοντες άνδρες, έχουν βρεθεί ότι σχετίζονται με την εμφάνιση της υπερδραστήριας κύστης.

Η πτώση της ουροδόχου κύστης στις γυναίκες (κυστεοκήλη):

Η κυστεοκήλη είναι η πρόπτωση της ουροδόχου κύστεως διάμεσου του κόλπου. Η κυστεοκήλη δημιουργείται λόγω της χαλάρωσης των μυών και των συνδέσμων που στηρίζουν και συγκρατούν την ουροδόχο κύστη στη ανατομική της θέση. Η χαλάρωση του κόλπου συμπαρασύρει την ουροδόχο κύστη προς τα κάτω , με αποτέλεσμα ακόμα και να προβάλει αυτή έξω από το σώμα. Ανάλογα με το μέγεθος της βλάβης την κατατάσσουμε σε 1ου βαθμού (ήπια βλάβη), 2ου βαθμού και 3ου βαθμού (πρόπτωση έξω από τον κόλπο). Η πρώτου βαθμού κυστεοκήλη συνήθως δεν έχει συμπτώματα αλλά αποτελεί το πρώτο στάδιο της εξέλιξης. Οι δεύτερου και τρίτου βαθμού κυστεοκήλες (όπου ο κόλπος προβάλει ανάμεσα στα χείλη του αιδοίου) δίνουν τα εξής συμπτώματα: αίσθημα βάρους, μπούκωμα, δυσκολία στην ούρηση, απώλεια ούρων. Πολύ συχνά η κυστεοκήλη, συνυπάρχει με εντεροκήλη ή ορθοκήλη. Οι προδιαθεσικοί παράγοντες που επηρεάζουν την δημιουργία κυστεοκήλης είναι:

  • οι πολλαπλές φυσιολογικές γέννες
  • το αυξημένο βάρος γέννησης του μωρού
  • η διάρκεια και η δυσκολία του φυσιολογικού τοκετού
  • η χρήση εργαλείων για την έξοδο του μωρού από τον κόλπο
  • η παχυσαρκία
  • η απώλεια των φυσιολογικών ορμονών με την αύξηση της ηλικίας
  • η βαριά σωματική εργασία
  • ο χρόνιος βήχα
  • η χρόνια δυσκοιλιότητα
  • γενετικοί παράγοντες

Η λιθίαση της ουροδόχου κύστης:

Οι πέτρες στην ουροδόχο κύστη δημιουργούνται όταν κύστη δεν αδειάζει εντελώς με επακόλουθο στα εναπομείναντα ούρα να δημιουργείται ίζημα σχηματίζοντας κρυστάλλους , οι οποίοι με την σειρά τους γίνονται πέτρες εντός της ουροδόχου κύστης. Οι πέτρες στην ουροδόχο κύστη παρουσιάζονται συνήθως σε άνδρες ασθενείς μεγαλύτερης ή προχωρημένης ηλικίας ως επακόλουθη επιπλοκή ενός διευρυμένου προστάτη ή μίας καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη. Πρέπει να τονίσουμε ότι οι πέτρες στην ουροδόχο κύστη διαφέρουν από της πέτρες στους νεφρούς ή στους ουρητήρες. Τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει η ύπαρξη τους είναι οι ουρολοιμώξεις, η διακοπή της ροής των ούρων (μερική ή ολική), ο πόνος στο πέος κατά την ούρηση, η αδυναμία ούρησης και η αιματουρία. Επίσης η λιθίαση της ουροδόχου κύστης συνδέεται άμεσα με πολλές άλλες ουρολογικές παθήσεις όπως η προστατίτιδα, τα κυστικά εκκολπώματα, η νευρογενής κύστη και οι επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις.

Το εκκόλπωμα της ουροδόχου κύστης:

Το τοίχωμα της ουροδόχου κύστης αποτελείται από τον εξωστήρα μυ της κύστης δομημένο από λείες μυϊκές ίνες οργανωμένες σε σπειροειδή, κυκλικά και επιμήκη δεμάτια. Όταν για κάποιο λόγο υπάρξει ένα σημείο αδυναμίας μεταξύ του πλεξίματος των μυϊκών ινών, τότε η κύστη κάνει ένα κοίλωμα – εκκόλπωμα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα δεύτερο ρεζερβουάρ ούρων, το οποίο μετά την ούρηση δεν αδειάζει όπως το κυρίως μέρος της ουροδόχου κύστης. Αυτή η ανατομική ανωμαλία έχει την τάση να μεγαλώνει με αποτέλεσμα να δημιουργεί ουρολοιμώξεις και λιθιάσεις. Όταν το εκκόλπωμα παρουσιάζεται εκεί που απολήγει ο ουρητήρας στην ουροδόχο κύστη λέγεται παραουρητηρικό εκκόλπωμα. Το εκκόλπωμα της ουροδόχου κύστης θεωρείται μία από τις συνήθεις επιπλοκές της καλοήθους υπερτροφίας του προστάτη.

Οι πολύποδες της ουροδόχου κύστης:

Οι πολύποδες είναι καλοήθη όγκοι από τη μή φυσιολογική ανάπτυξη των ιστών που βρίσκονται στο βλεννογόνο της κύστης. Παρότι που στις περισσότερες περιπτώσεις, οι πολύποδες στην ουροδόχο κύστη δεν απαιτούν ειδική θεραπεία, εντούτοις θα πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά ως προς το ρυθμό της ανάπτυξής τους για τυχόν υποτροπές. Ως αιτία των πολυπόδων θεωρούνται οι μακροχρόνιες ουρολοιμώξεις καθώς και περιβαλλοντολογικοί και κληρονομικοί λόγοι.

Τα θηλώματα της ουροδόχου κύστης:

Τα θηλώματα της ουροδόχου κύστης, είναι στην ουσία ο επιφανειακός καρκίνος της ουροδόχου κύστεως από μεταβατικό επιθήλιο. Ο όρος προέρχεται από τη θηλωματώδη μορφή που εμφανίζεται η κακοήθεια στο βλεννογόνο και ομοιάζει με μικρό δέντρο ή μανιτάρι ή κουνουπίδι.

Τα κακοήθη νεοπλάσματα (καρκίνος ουροδόχου κύστης):

Ο καρκίνος ουροδόχου κύστης ξεκινά συνήθως στα κύτταρα που βρίσκονται στο εσωτερικό μέρος της ουροδόχου κύστης. Συνήθως προσβάλει τους ηλικιωμένους ανεξάρτητα από το φύλο και στατιστικά πάνω από τα δύο τρίτα των θανάτων από καρκίνο της ουροδόχου κύστης είναι σε άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών. Ο συνηθέστερος ιστολογικός τύπος είναι οι καρκίνοι εκ μεταβατικού επιθηλίου. Σπανιότεροι τύποι είναι το αδενοκαρκίνωμα και το πλακώδες καρκίνωμα. Όμως πολλές φορές ορισμένοι καρκίνοι της ουροδόχου κύστης περιλαμβάνουν περισσότερους από ένα τύπο κυττάρων. Κατά την διάγνωση στο 75% των ασθενών ο όγκος που βρίσκεται είναι επιφανειακός. Η σημαντικότερη εξέταση για την διάγνωση της νόσου είναι η κυστεοσκόπηση, η οποία θα αναδείξει τη βλάβη, τη θέση και το μέγεθος του προβλήματος. Άλλες εξετάσεις που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης είναι:

  • η βιοψία, η κυτταρολογική εξέταση ούρων, το υπερηχογράφημα ουροποιητικού, η ενδοφλέβια πυελογραφία και η αξονική πυελογραφία.
  • Η θεραπευτική προσέγγιση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης διαφέρει κατά περίπτωση και κατηγορία.
  • Τα επιφανειακά καρκινώματα της ουροδόχου κύστης μπορούν να αφαιρεθούν διουρηθρικά.
  • Μετά την επιφανειακή αφαίρεση τους, ακολουθεί φαρμακευτική θεραπεία.
  • Στους διηθητικούς όγκους οι οποίοι είναι και οι πιο επικίνδυνοι, η επεμβατική θεραπεία συνίσταται στην ριζική κυστεκτομή και στην εκτροπή των ούρων. Στην συνέχεια ακολουθείται χημειοθεραπεία και θεραπεία με ακτινοβολία.
  • Ο κυρίως ενοχοποιητικός παράγοντας του καρκίνου της ουροδόχου κύστης, είναι το κάπνισμα.
  • Επίσης η αύξηση της ηλικίας αποτελεί παράγοντα κινδύνου.

Βέβαια ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά είναι σπάνιος σε άτομα κάτω των 40 ετών.

Συμπερασματικά:

Για την υγεία και την πρόληψη των παθήσεων της ουροδόχου κύστης, είναι εξαιρετικά ωφέλιμο να είμαστε επιμελείς με την υγεία μας και να “ακούμε” το σώμα μας. Επί συμπτωμάτων, θα πρέπει αμέσως να συμβουλευόμαστε τον ουρολόγο μας, ενώ η υιοθέτηση μίας υγιεινής διατροφής κρίνεται απαραίτητη. Ειδικότερα:

  • σταματάμε το κάπνισμα
  • αποφεύγουμε την έκθεση σε τοξικές και χημικές ουσίες
  • πίνουμε άφθονο νερό ( πάνω από 1,5 λίτρα), σε όλη την διάρκεια της μέρας και όχι μόνο με το φαγητό
  • επιλέγουμε διατροφή πλούσια σε φρούτα και λαχανικά που μειώνουν τον κίνδυνο από όλες τις μορφές καρκίνου

Γυναικεία Ακράτεια Ούρων

Ως ακράτεια ούρων ορίζεται η αδυναμία ελέγχου της ουρήθρας, που έχει ως αποτέλεσμα την ακούσια απώλεια ούρων. Δεν πρόκειται για νόσο αλλά για σύμπτωμα. Εκτιμάται ότι απασχολεί το 30% του πληθυσμού και είναι συχνότερη στις γυναίκες. Μία στις δύο γυναίκες ηλικίας άνω των 60, πάσχει από ακράτεια ούρων. Για την Ελλάδα τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι το 27% των Ελληνίδων, ηλικίας 20-80 ετών, υποφέρουν από κάποιας μορφής ακράτεια. Ειδικότερα για τις γυναίκες, οι πιθανότητες να εμφανίσουν ακράτεια, είναι τριπλάσιες συγκριτικά με τους άντρες.

Συμπτωματολογία:

Η ακράτεια παρότι είναι ένα συνηθισμένο φαινόμενο, εντούτοις αποτελεί μία νοσηρή κατάσταση που επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής της γυναίκας. Διακρίνεται στις εξής κύριες μορφές:

  • Επείγουσα ή Επιτακτική ακράτεια. Χαρακτηρίζεται ως παρά τη βούληση απώλεια ούρων, της οποίας προηγείται ισχυρή μη καταστελλομένη επιθυμία προς ούρηση και πριν η ασθενής προλάβει να φθάσει στην τουαλέτα ενώ έχει επιθυμία ούρησης χωρίς η κύστη να είναι γεμάτη. Αυτό πολλές φορές μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια της νύχτας. Η αίσθηση της επιτακτικής ούρησης σχετίζεται με το σύνδρομο της υπερλειτουργικής ή νευρογενής κύστης και οφείλεται στις ακούσιες συσπάσεις της.
  • Ακράτεια από προσπάθεια. Πρόκειται για απώλεια ούρων που συμβαίνει κατά τη διάρκεια φυσικής-σωματικής προσπάθειας Παρουσιάζεται όταν η γυναίκα βήχει, γελάει, φταρνίζεται, όταν σηκώνει κάτι βαρύ, κατά τη διάρκεια του σεξ και γενικά όταν καταβάλλει έντονη προσπάθεια. Αφορά κυρίως τις παχύσαρκες γυναίκες και τις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση.
  • Μεικτού τύπου ακράτεια. Σε αυτή την περίπτωση η γυναίκα παρουσιάζει μεικτή κλινική εικόνα και αφορά την ακράτεια ούρων από προσπάθεια μαζί με την επείγουσα ακράτεια.
  • Ακράτεια από υπερχείλιση. Χαρακτηρίζεται από αδυναμία πλήρους κένωσης της ουροδόχου κύστεως λόγω της αδυναμίας των μυών των τοιχωμάτων της και μπορεί να οφείλεται σε βλάβη του περιφερικού νευρικού συστήματος λόγω του διαβήτη ή άλλων παθήσεων. Το αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας επαρκούς σύσπασης του εξωστήρα μυός της ουροδόχου κύστης, είναι τα ούρα να εξέρχονται ως αποτέλεσμα υπερχείλισης.
  • Συνεχής ακράτεια. Αυτή η μορφή ακράτειας, αφορά συνήθως τις υπερήλικες γυναίκες, που παρουσιάζουν μόνιμες ανατομικές βλάβες και νευρολογικές παθήσεις.

Αίτια:

Οι βασικότεροι λόγοι της γυναικείας ακράτειας από προσπάθεια οφείλονται στην αποδυνάμωση των συνδετικών ιστών και των μυών της πυέλου. Οι κύριες αιτίες αυτής της χαλάρωσης του πυελικού εδάφους προέρχονται από:

  • Την εγκυμοσύνη και τον τοκετό.
  • Την εμμηνόπαυση και την ανεπάρκεια οιστρογόνων.
  • Την παχυσαρκία.
  • Την χρόνια δυσκοιλιότητα.
  • Τον χρόνια βήχα.
  • Την χρόνια καταπόνηση.
  • Τα διουρητικά.
  • Το σακχαρώδη διαβήτη.
  • Την εκ γενετής χαλαρότητα των ιστών και μυών που στηρίζουν τα εσωτερικά γεννητικά όργανα και την ουροδόχο κύστη.
  • Την γήρανση της γυναίκας.

Τα νευρολογικά προβλήματα όπως εγκεφαλικά, Πάρκινσον, Αλτσχάιμερ, σκλήρυνση κατά πλάκας προκαλούν συνήθως επιτακτικού τύπου ακράτεια. ​

Διάγνωση:

Η διάγνωση βασίζεται στο ιστορικό, την κλινική εξέταση, τον απεικονιστικό έλεγχο και στον ουροδυναμικό έλεγχο της ασθενούς. Ο αεροδυναμικός έλεγχος είναι μια ειδική εξέταση που γίνεται από εξειδικευμένο ουρολόγο, καθώς από τα αποτελέσματα της εξέτασης αυτής καθορίζεται και ο τρόπος αντιμετώπισης της ακράτειας. Συχνά, ο έλεγχος συμπληρώνεται με:

  • υπερηχογράφημα νεφρών / ουροδόχου κύστης
  • υπερηχογράφημα γεννητικών οργάνων,
  • ακτινολογικό έλεγχο,
  • κυστεοσκόπηση,
  • κυστεο-ουρηθρογραφία και αξονική τομογραφία.

Θεραπεία:

Ανάλογα με την μορφή και τον βαθμό που η ακράτεια επηρεάζει την καθημερινότητα της ασθενούς, ο ουρολόγος θα σχεδιάσει την θεραπευτική του προσέγγιση. Οι βασικοί τρόποι αντιμετώπισης περιλαμβάνουν:

  • Ακράτεια από προσπάθεια: Είναι κατά κύριο λόγο χειρουργική. Τοποθετείται μια ταινία ελεύθερης τάσης κάτω από την ουρήθρα με σκοπό την στήριξη του πυελικού εδάφους. Οι φυσικοθεραπείες και οι ασκήσεις πυελικού εδάφους για την ενδυνάμωση της πυελικής περιοχής / ασκήσεις Kegel αφορούν σε πολύ ελαφρές μορφές ακράτειας από προσπάθεια
  • Επιτακτική ακράτεια: Φαρμακευτική αγωγή με αντιχολινεργικά φάρμακα, που δρουν στους νευρικούς υποδοχείς της κύστης και σταματούν τις ακούσιες συσπάσεις της. Επί αποτυχίας της φαρμακευτικής αγωγής, μπορούν να χρησιμοποιηθούν ενδοκυστικές εγχύσεις ατλαντικής τοξίνης τύπου Α- BOTOX με πολύ καλά αποτελέσματα για διάστημα 6-8 μηνών και με δυνατότητα επανάληψης.

Πρόληψη: Ως μέτρα πρόληψης για την γυναικεία ακράτεια ούρων, μπορούμε να δώσουμε κάποιες γενικευμένες συμβουλές, που εστιάζονται περισσότερο στον τρόπο ζωής της γυναίκας, όπως:

  • Σωστό και προσεγμένο σωματικό βάρος. Το αυξημένο βάρος αυξάνει την ενδοκοιλιακή πίεση, με αποτέλεσμα την επιδείνωση της ακράτειας. Γι’ αυτό και η απώλεια βάρους βοηθά στη μείωση του προβλήματος.
  • Αποφυγή της δυσκοιλιότητας. Η ακράτεια μπορεί να επιδεινωθεί στην περίπτωση που συνυπάρχει δυσκοιλιότητα. Γι’ αυτό, συνιστάται μια διατροφή πλούσια σε φυτικές ίνες, που διευκολύνουν την κινητικότητα του εντέρου.
  • Προσοχή στο γυμναστήριο. Κατά τη διάρκεια της σωματικής άσκησης, πρέπει να αποφεύγονται τα βάρη, επειδή αυξάνουν την ενδοκοιλιακή πίεση και επιτείνουν την ακράτεια.
  • Σωστή και προσεγμένη διατροφή. Το αλκοόλ, ο καφές, το τσάι και τα αναψυκτικά τύπου κόλα είναι διουρητικά και πρέπει να αποφεύγονται. Επίσης, όταν συνυπάρχει χρόνια φλεγμονή της ουροδόχου κύστης, τότε συνιστάται να αποφεύγονται και τα τρόφιμα που μπορεί να την ερεθίσουν, όπως π.χ. τα καυτερά, πικάντικα, κ.α.

Στις μέρες μας η ακράτεια ούρων δεν πρέπει να αποτελεί μυστικό και ταμπού για την γυναίκα. Η σύγχρονη ουρογυναικολογία μπορεί να δώσει αποτελεσματικές λύσεις σε αυτή την νοσηρή πραγματικότητα που βιώνουν τόσες γυναίκες. Γι΄ αυτό το λόγο είναι ωφέλιμο για την κάθε γυναίκα που βιώνει τα πρώτα συμπτώματα της ακράτειας, να επισκέπτεται τον ουρολόγο της, για την έγκαιρη αντιμετώπιση και θεραπεία της νόσου.

Κυστεοκήλη

Η κυστεοκήλη είναι η πρόπτωση της ουροδόχου κύστεως διάμεσου του κόλπου. Η κυστεοκήλη δημιουργείται λόγω της χαλάρωσης των μυών και των συνδέσμων που στηρίζουν και συγκρατούν την ουροδόχο κύστη στη ανατομική της θέση. Η χαλάρωση του κόλπου συμπαρασύρει την ουροδόχο κύστη προς τα κάτω , με αποτέλεσμα ακόμα και να προβάλει αυτή έξω από το σώμα. Ανάλογα με το μέγεθος της βλάβης την κατατάσσουμε σε 1ου βαθμού (ήπια βλάβη), 2ου βαθμού και 3ου βαθμού (πρόπτωση έξω από τον κόλπο). Η πρώτου βαθμού κυστεοκήλη συνήθως δεν έχει συμπτώματα αλλά αποτελεί το πρώτο στάδιο της εξέλιξης. Οι δεύτερου και τρίτου βαθμού κυστεοκήλες (όπου ο κόλπος προβάλει ανάμεσα στα χείλη του αιδοίου) δίνουν τα εξής συμπτώματα: αίσθημα βάρους, μπούκωμα, δυσκολία στην ούρηση, απώλεια ούρων. Πολύ συχνά η κυστεοκήλη, συνυπάρχει με εντεροκήλη ή ορθοκήλη.

Οι προδιαθεσικοί παράγοντες που επηρεάζουν την δημιουργία κυστεοκήλης είναι:

  • οι πολλαπλές φυσιολογικές γέννες
  • το αυξημένο βάρος γέννησης του μωρού
  • η διάρκεια και η δυσκολία του φυσιολογικού τοκετού
  • η χρήση εργαλείων για την έξοδο του μωρού από τον κόλπο
  • η παχυσαρκία
  • η απώλεια των φυσιολογικών ορμονών με την αύξηση της ηλικίας
  • η βαριά σωματική εργασία
  • ο χρόνιος βήχα
  • η χρόνια δυσκοιλιότητα
  • γενετικοί παράγοντες ​ ​

Η λιθίαση της ουροδόχου κύστης:

Οι πέτρες στην ουροδόχο κύστη δημιουργούνται όταν κύστη δεν αδειάζει εντελώς με επακόλουθο στα εναπομείναντα ούρα να δημιουργείται ίζημα σχηματίζοντας κρυστάλλους , οι οποίοι με την σειρά τους γίνονται πέτρες εντός της ουροδόχου κύστης. Οι πέτρες στην ουροδόχο κύστη παρουσιάζονται συνήθως σε άνδρες ασθενείς μεγαλύτερης ή προχωρημένης ηλικίας ως επακόλουθη επιπλοκή ενός διευρυμένου προστάτη ή μίας καλοήθους υπερπλασίας του προστάτη. Πρέπει να τονίσουμε ότι οι πέτρες στην ουροδόχο κύστη διαφέρουν από της πέτρες στους νεφρούς ή στους ουρητήρες. Τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει η ύπαρξη τους είναι οι ουρολοιμώξεις, η διακοπή της ροής των ούρων (μερική ή ολική), ο πόνος στο πέος κατά την ούρηση, η αδυναμία ούρησης και η αιματουρία. Επίσης η λιθίαση της ουροδόχου κύστης συνδέεται άμεσα με πολλές άλλες ουρολογικές παθήσεις όπως η προστατίτιδα, τα κυστικά εκκολπώματα, η νευρογενής κύστη και οι επαναλαμβανόμενες ουρολοιμώξεις.

Το εκκόλπωμα της ουροδόχου κύστης:

Το τοίχωμα της ουροδόχου κύστης αποτελείται από τον εξωστήρα μυ της κύστης δομημένο από λείες μυϊκές ίνες οργανωμένες σε σπειροειδή, κυκλικά και επιμήκη δεμάτια. Όταν για κάποιο λόγο υπάρξει ένα σημείο αδυναμίας μεταξύ του πλεξίματος των μυϊκών ινών, τότε η κύστη κάνει ένα κοίλωμα – εκκόλπωμα, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα δεύτερο ρεζερβουάρ ούρων, το οποίο μετά την ούρηση δεν αδειάζει όπως το κυρίως μέρος της ουροδόχου κύστης. Αυτή η ανατομική ανωμαλία έχει την τάση να μεγαλώνει με αποτέλεσμα να δημιουργεί ουρολοιμώξεις και λιθιάσεις. Όταν το εκκόλπωμα παρουσιάζεται εκεί που απολήγει ο ουρητήρας στην ουροδόχο κύστη λέγεται παραουρητηρικό εκκόλπωμα. Το εκκόλπωμα της ουροδόχου κύστης θεωρείται μία από τις συνήθεις επιπλοκές της καλοήθους υπερτροφίας του προστάτη. ​ ​

 

Οι πολύποδες της ουροδόχου κύστης:

Οι πολύποδες είναι καλοήθη όγκοι από τη μή φυσιολογική ανάπτυξη των ιστών που βρίσκονται στο βλεννογόνο της κύστης. Παρότι που στις περισσότερες περιπτώσεις, οι πολύποδες στην ουροδόχο κύστη δεν απαιτούν ειδική θεραπεία, εντούτοις θα πρέπει να παρακολουθούνται τακτικά ως προς το ρυθμό της ανάπτυξής τους για τυχόν υποτροπές. Ως αιτία των πολυπόδων θεωρούνται οι μακροχρόνιες ουρολοιμώξεις καθώς και περιβαλλοντολογικοί και κληρονομικοί λόγοι.

Τα θηλώματα της ουροδόχου κύστης:

Τα θηλώματα της ουροδόχου κύστης, είναι στην ουσία ο επιφανειακός καρκίνος της ουροδόχου κύστεως από μεταβατικό επιθήλιο. Ο όρος προέρχεται από τη θηλωματώδη μορφή που εμφανίζεται η κακοήθεια στο βλεννογόνο και ομοιάζει με μικρό δέντρο ή μανιτάρι ή κουνουπίδι.

Τα κακοήθη νεοπλάσματα (καρκίνος ουροδόχου κύστης):

Ο καρκίνος ουροδόχου κύστης ξεκινά συνήθως στα κύτταρα που βρίσκονται στο εσωτερικό μέρος της ουροδόχου κύστης. Συνήθως προσβάλει τους ηλικιωμένους ανεξάρτητα από το φύλο και στατιστικά πάνω από τα δύο τρίτα των θανάτων από καρκίνο της ουροδόχου κύστης είναι σε άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών. Ο συνηθέστερος ιστολογικός τύπος είναι οι καρκίνοι εκ μεταβατικού επιθηλίου. Σπανιότεροι τύποι είναι το αδενοκαρκίνωμα και το πλακώδες καρκίνωμα. Όμως πολλές φορές ορισμένοι καρκίνοι της ουροδόχου κύστης περιλαμβάνουν περισσότερους από ένα τύπο κυττάρων. Κατά την διάγνωση στο 75% των ασθενών ο όγκος που βρίσκεται είναι επιφανειακός. Η σημαντικότερη εξέταση για την διάγνωση της νόσου είναι η κυστεοσκόπηση, η οποία θα αναδείξει τη βλάβη, τη θέση και το μέγεθος του προβλήματος.

Άλλες εξετάσεις που χρησιμοποιούνται για τη διάγνωση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης είναι: η βιοψία, η κυτταρολογική εξέταση ούρων, το υπερηχογράφημα ουροποιητικού, η ενδοφλέβια πυελογραφία και η αξονική πυελογραφία. Η θεραπευτική προσέγγιση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης διαφέρει κατά περίπτωση και κατηγορία. Τα επιφανειακά καρκινώματα της ουροδόχου κύστης μπορούν να αφαιρεθούν διουρηθρικά. Μετά την επιφανειακή αφαίρεση τους, ακολουθεί φαρμακευτική θεραπεία. Στους διηθητικούς όγκους οι οποίοι είναι και οι πιο επικίνδυνοι, η επεμβατική θεραπεία συνίσταται στην ριζική κυστεκτομή και στην εκτροπή των ούρων. Στην συνέχεια ακολουθείται χημειοθεραπεία και θεραπεία με ακτινοβολία. Ο κυρίως ενοχοποιητικός παράγοντας του καρκίνου της ουροδόχου κύστης, είναι το κάπνισμα. Επίσης η αύξηση της ηλικίας αποτελεί παράγοντα κινδύνου. Βέβαια ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά είναι σπάνιος σε άτομα κάτω των 40 ετών.

Συμπερασματικά:

Για την υγεία και την πρόληψη των παθήσεων της ουροδόχου κύστης, είναι εξαιρετικά ωφέλιμο να είμαστε επιμελείς με την υγεία μας και να “ακούμε” το σώμα μας. Επί συμπτωμάτων, θα πρέπει αμέσως να συμβουλευόμαστε τον ουρολόγο μας, ενώ η υιοθέτηση μίας υγιεινής διατροφής κρίνεται απαραίτητη. Ειδικότερα:

  • σταματάμε το κάπνισμα,
  • αποφεύγουμε την έκθεση σε τοξικές και χημικές ουσίες,
  • πίνουμε άφθονο νερό ( πάνω από 1,5 λίτρα), σε όλη την διάρκεια της μέρας και όχι μόνο με το φαγητό,
  • επιλέγουμε διατροφή πλούσια σε φρούτα και λαχανικά που μειώνουν τον κίνδυνο από όλες τις μορφές καρκίνου.

Αιματουρία

Τα φυσιολογικά ανθρώπινα ούρα έχουν χρώμα ωχροκίτρινο, διαυγή όψη και χωρίς ίχνη αίματος. Αιματουρία καλείται η κατάσταση κατά την οποία ο ασθενής αποβάλλει ούρα που περιέχουν πάνω από 3-4 ερυθρά αιμοσφαίρια ανά οπτικό πεδίο στο μικροσκόπιο, ή περιέχουν αιμοσφαιρίνη. Η αιματουρία αποτελεί ένα γενικευμένο σύμπτωμα υποκείμενης νόσου, που μπορεί να προέρχεται από διάφορα παθολογικά αίτια.

Η αιματουρία χωρίζεται σε δύο κατηγορίες:

  • Στην μικροσκοπική αιματουρία, που τα ερυθρά αιμοσφαίρια στα ούρα είναι ορατά μόνο με το μικροσκόπιο στη γενική εξέταση ούρων.
  • Στην μακροσκοπική αιματουρία που τα ερυθρά αιμοσφαίρια στα ούρα βρίσκονται σε μεγάλη ποσότητα, με αποτέλεσμα το χρώμα των ούρων να είναι ερυθρό.

Παρερμηνείες:

Πολλές φορές στις γυναίκες να φαίνεται να υπάρχει αίμα στα ούρα, ενώ στην πραγματικότητα προέρχεται από τον κόλπο τους. Για τους άντρες, πολλές φορές εκλαμβάνεται λανθασμένα ως αιματουρία μια αιματηρή εκσπερμάτιση, που συνήθως οφείλεται σε πρόβλημα του προστάτη. Γεγονός είναι πάντως ότι οποιαδήποτε πάθηση του ουροποιητικού μπορεί να προκαλέσει αιματουρία, για αυτό το λόγο επιβάλλεται ο διεξοδικός έλεγχος κάθε αιματουρίας από τον ουρολόγο μας, για την έγκαιρη διερεύνηση και αντιμετώπιση των αιτιών της.

Συμπτωματολογία:

Πολλές φορές ο ασθενής με αιματουρία μπορεί να μην έχει κανένα άλλο σύμπτωμα (ανώδυνη αιματουρία). Τις περισσότερες φορές όμως, ο ασθενής αναφέρει πόνο κατά την ούρηση, συχνουρία, κάψιμο ή δυσκολία. Επίσης μπορεί να αναφέρει πόνο κατά τη σεξουαλική επαφή. Ανησυχητικά συμπτώματα που μπορεί να εκδηλωθούν ταυτόχρονα με μία αιματουρία είναι ο πυρετός, η ναυτία, ο έμετος, τα ρίγη, ο πόνος στην κοιλιά, στα πλευρά ή την μέση. Επίσης αρκετές φορές η μακροσκοπική αιματουρία μπορεί να συνοδεύεται και από πήγματα αίματος (μαύρα κομματάκια σαν "συκωτάκια"). Όλα τα παραπάνω συμπτώματα πρέπει να μας οδηγήσουν άμεσα στον ουρολόγο μας για την άμεση διερεύνηση και αντιμετώπιση τους.

Αίτια:

Το αίμα στα ούρα είναι αίτιο αρκετών παθήσεων για αυτό με το σύμπτωμα αυτό ασχολούνται οι ουρολόγοι κατά κύριο λόγο και ειδικά σε ότι αφορά το αποχετευτικό σύστημα του ουροποιητικού, καθώς και οι νεφρολόγοι σε ότι αφορά τις διάφορες ενδογενείς παθήσεις των νεφρών. Ειδικότερα τα αίτια τις αιματουρίας είναι:

  • Ουρηθρίτιδα - φλεγμονή της ουρήθρας
  • Κυστίτιδα - φλεγμονή της ουροδόχου κύστης
  • Πυελονεφρίτιδα - λοίμωξη των νεφρών
  • Προστατίτιδα - λοίμωξη του προστάτη
  • Καλοήθη υπερτροφία του προστάτη
  • Λοίμωξη από σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα
  • Ουρόλιθος στην ουρήθρα ή στους ουρητήρες
  • Νεφρολιθίαση
  • Πολυκυστική νόσος των νεφρών
  • Σπειραματονεφρίτιδα - συστηματική νόσος
  • Καρκίνος της ουροδόχου κύστης (επιφανειακός ή διηθητικός)
  • Καρκίνος του προστάτη
  • Καρκίνος του νεφρού
  • Νεφρική ανεπάρκεια
  • Τραυματισμός στα νεφρά από ένα ατύχημα ή αθλήματα επαφής.
  • Τραυματισμός των γεννητικών οργάνων
  • Θρόμβος αίματος στους νεφρούς
  • Φυματίωση του νεφρού ​

Άλλα αίτια αιματουρίας εκτός του ουροποιητικού συστήματος είναι:

  • H έντονη σωματική άσκηση.
  • Η μη οικογενής καλοήθης αιματουρία που προσβάλλει συνήθως τους αθλητές και ειδικά δρομείς μεγάλων αποστάσεων.
  • Διάφορες αιματολογικές παθήσεις, με διαταραχές πηκτικότητας, όπως η αιμοφιλία, η δρεπανοκυτταρική αναιμία, κ.ά.
  • Οι καρδιολογικές παθήσεις, όπως η ενδοκαρδίτιδα, η οζώδης περιαρτηρίτιδα, κ.ά.
  • Η λήψη αντιπηκτικών και αντιαιμοπεταλιακών φαρμάκων (όπως η βαρφαρίνη, salospir, Sintrom, Plavix, Iscover, κ.ά.).
  • Ο σακχαρώδης διαβήτης.
  • Ο χαμηλός αριθμός αιμοπεταλίων.
  • Ο αιμορραγικός πυρετός (ιογενής λοίμωξη).
  • Η λευχαιμία (καρκίνος του αίματος ή του μυελού των οστών).
  • Το κοιλιακό απόστημα.
  • Το κοιλιακό αορτικό ανεύρυσμα.
  • Η οξεία συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια.

Διάγνωση:

Κάθε επεισόδιο αιματουρίας θα πρέπει να αξιολογείται ξεχωριστά και πολλές φορές ο ουρολόγος για να θέσει την τελική διάγνωση, θα πρέπει να υποβάλλει τον ασθενή του σε πλέον διεξοδικό έλεγχο. Για τον διαγνωστικό έλεγχο της αιματουρίας αρχικά ο ουρολόγος θα λάβει το ιατρικό ιστορικό και θα εξετάσει κλινικά τον ασθενή, με ψηλάφηση στους νεφρούς, την κοιλιακή χώρα, με επισκόπηση του πέους, με έλεγχο της ακροποσθίας και του χαλινού, με ψηλάφηση των όρχεων, με δακτυλική εξέταση του προστάτη και στις γυναίκες μερικές φορές με δακτυλική εξέταση του κόλπου. Επειδή έχει μέγιστη σημασία για τον ιατρό να ξέρει αν η αιματουρία είναι στην αρχή ή το τέλος της ούρησης ή αν όλη η ούρηση έχει αίμα, μπορεί να ζητηθεί από τον ασθενή να ουρήσει διαδοχικά σε τρία ποτήρια. ​

Αν το αίμα είναι μόνο στο πρώτο ποτήρι, η αιματουρία χαρακτηρίζεται αρχική και οι νοσηρές καταστάσεις που μπορεί να την προκαλέσουν είναι:

  • το αδένωμα του προστάτη,
  • το καρκίνωμα του προστάτη,
  • η φλεγμονή και λιθίαση του προστάτη,
  • η ουρηθρίτιδα,
  • ο όγκος της ουρήθρας. ​

Αν το αίμα υπάρξει μόνο στο τελευταίο ποτήρι, τελική αιματουρία, τότε η προέλευση του είναι πιθανόν από την κύστη ενώ η ύπαρξη αίματος σε όλα τα ποτήρια, ολική αιματουρία υποδηλώνει την προέλευση του από τα νεφρά αν και η ολική αιματουρία μπορεί να έχει την προέλευση της σε οποιοδήποτε σημείο του ουροποιητικού συστήματος. Επίσης ο ουρολόγος θα υποδείξει αρχικά στον ασθενή εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις όπως:

  • γενική εξέταση και καλλιέργεια ούρων
  • υπερηχογράφημα νεφρών- κύστεως-προστάτη

Στην περίπτωση που οι εξετάσεις δεν βοηθήσουν στον εντοπισμό του αιτίου, τότε ο ουρολόγος θα ελέγξει ενδοσκοπικά την ουροδόχο κύστη και την ουρήθρα, (ουρηθροκυστεοσκόπηση και ενδεχομένως να λάβει βιοψίες), για να αποκλείσει το ενδεχόμενο όγκων. Συμπληρωματικά ο ουρολόγος μπορεί να ζητήσει περαιτέρω απεικονιστικό έλεγχο με αξονική πυελογραφία. Άλλες εξετάσεις που μπορεί να δώσει ο ουρολόγος ως προς την διερεύνηση της νόσου είναι :

  • Η ακτινογραφία νεφρών (ΝΟΚ)
  • Η κυτταρολογική εξέταση ούρων και εξέταση ερυθρών αντιθέτου φάσεως (εξέταση που μπορεί να βοηθήσει στην προέλευση των ερυθρών από την μορφολογία τους)
  • Η ενδοφλέβια πυελογραφία
  • Η αξονική τομογραφία άνω-κάτω κοιλίας και οπισθοπεριτοναϊκού χώρου.
  • Αιματολογική εξέταση για διαταραχές πηκτικότητας του αίματος, έλεγχος του αιματοκρίτη σε παρατεταμένες-παραμελημένες αιματουρίες και έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας.

Αν μετά τον έλεγχο του ουροποιητικού συστήματος, ανώτερου και κατωτέρου, δεν διαπιστωθεί ο λόγος της αιματουρίας, τότε ο ασθενής παραπέμπεται σε νεφρολόγο για περαιτέρω διερεύνηση που αφορά νοσήματα των νεφρών κατά την παραγωγή των ούρων.

Θεραπεία:

Η αιματουρία ως σύμπτωμα δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ώστε να σταματήσει η ροή του αίματος μέσω των ούρων. Επιβάλετε όμως η επίσκεψη στον ουρολόγο μας, για να καθορίσει τις αιτίες που την προκαλούν και να προσδιορίσει την κατάλληλη θεραπεία. Αυτό σημαίνει ότι η θεραπεία που θα μας δώσει ο ουρολόγος μας για την αιματουρία, είναι εξειδικευμένη ως προς το αίτιο που την προκαλεί κάθε φορά.

Οι Δερματικές Λοιμώξεις των Γεννητικών Οργάνων

Πολλές φορές η εμφάνιση κάποιου εξανθήματος ή φλεγμονής στο δέρμα και στον βλεννογόνο των γεννητικών οργάνων, προκαλεί ανησυχία τόσο στις γυναίκες, όσο και στους άνδρες. Ωστόσο όλα τα εξανθήματα, οι ερεθισμοί και οι μικρές φλεγμονές στα γεννητικά όργανα, δεν υποδηλώνουν πάντα μία λοίμωξη από σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα. Μπορεί να οφείλονται σε ένα απλό ερεθισμό ή σε μία λοίμωξη από κάποιο μύκητα ή κάποιο βακτήριο. Σε κάθε περίπτωση όμως, όταν παρουσιαστεί κάποιο δερματικό σύμπτωμα που προκαλεί δυσφορία στην περιοχή, ή που εμμένει για μακρύ χρονικό διάστημα, θα πρέπει η γυναίκα ή ο άνδρας, να επισκεφτούν τον γιατρό τους, για διάγνωση και θεραπεία.

Όσο αθώο και να δείχνει ένα δερματικό σύμπτωμα, εντούτοις μπορεί να υποκρύπτει κάποια σοβαρή ασθένεια. Τα δερματικά εξανθήματα στα γεννητικά όργανα μπορεί να περιλαμβάνουν δερματικά εξογκώματα, έλκη, ερυθρότητα, σπυράκια, βλατίδες, κ.α. που συνήθως  προκαλούν φαγούρα, αίσθημα καύσους και πρήξιμο. Μερικά δερματικά εξανθήματα εμφανίζονται αμέσως, ενώ άλλα  αναπτύσσονται σταδιακά και αργά. Οι δερματικές λοιμώξεις των γεννητικών οργάνων οφείλονται σε λοιμώδεις και σε μη λοιμώδεις παράγοντες. Οι λοιμώδεις δερματικοί νόσοι των γεννητικών οργάνων είναι:

  • Οι βακτηριακές λοιμώξεις από Σταφυλόκκοκο (μολυσματικό κηρίο), Στρεπτόκοκκο, Γονόκοκκο

  • Τα αφροδίσια λεμφοκοκκιώματα από χλαμυδιακές μολύνσεις

  • Η σύφιλη (Treponema pallidum )

  • Ο έρπης των γεννητικών οργάνων ( Herpes Simplex Virus 2 )

  • Οι μυκητιάσεις από διάφορους μύκητες  ( albicans, krusei, tropicalis, glabrata, κ.α. )

  • Τα οξυτενή κονδυλώματα ( HPV )

  • Η μολυσματική τέρμινθος ( pox virus Moluscum Contagiosum)

  • Η ψώρα ( ακάρι Sarcoptes scabiei )

  • Η φθειρίαση ( ψείρα Phthirus pubis )

Οι μή λοιμώδεις νόσοι είναι:

  • Το έκζεμα γεννητικών οργάνων

  • Η ψωρίαση γεννητικών οργάνων

  • Ο σκληρυντικός ατροφικός λειχήνας 

  • Ο ομαλός λειχήνας των γεννητικών οργάνων

  • Η ατροφία του βλεννογόνου

  • Η λευκοπλακία ( βαλανίτιδες, αιδοιίτιδες )

  • Διάφορες αλλεργικές δερματίτιδες

  • Το μελάνωμα ( πέους, αιδοίου )

  • Το βασικοκυτταρικό καρκίνωνμα

  • Η νόσος paget

  • Η νόσος Αδαμαντιάδη - Behcet

  • Η διαβητική αιδοιίτιδα 

  • Τα αιμαγγειώματα

 

Γενικά η διάγνωση μιας δερματικής νόσου της γενετικής περιοχής, βασίζεται στο ιστορικό, στην κλινική εικόνα του ασθενούς και σε συμπληρωματικές εξετάσεις που θα συστήσει ο γιατρός. Θα πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα τον ρόλο που παίζει η υιοθέτηση μιας  υπεύθυνης και ασφαλούς σεξουαλικής ζωής, τόσο στην δερματολογική υγεία των γεννητικών οργάνων, όσο και στην γενική υγεία του οργανισμού. Στα πλαίσια των συμβουλών μας, ενθαρρύνουμε προ πάντων τους νέους, να συζητάνε και να ενημερώνονται από τον γιατρό τους  για τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα και τους κανόνες πρόληψης που πρέπει να τηρούν.